Μαθητές, Εκπαιδευτικοί, Γονείς: Διαπλεκόμενοι συντελεστές μάθησης
Μάθηση: αναγνωρισμένη ως μια από τις ουσιαστικότερες διαδικασίες της εξελικτικής πορείας του ανθρώπου. Επιστημονικά, η διαδικασία αυτή προσεγγίζεται με υποθέσεις που βασίζονται στην παρακολούθηση και τη μελέτη των αποτελεσμάτων της. Κοινή διαπίστωση όλων των επιστημονικών προσεγγίσεων είναι ότι το κάθε παιδί αποτελεί μια ανεξάρτητη και μοναδική προσωπικότητα, που δε συγκρίνεται στο ρυθμό ή στον τρόπο μάθησης με οποιαδήποτε άλλη.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος – εφαλτήριο από τον οποίο οι επιστήμες της Αγωγής έχουν προσανατολιστεί πλέον σε εξατομικευμένες τακτικές μάθησης, που εφαρμόζονται στο ευεργετικό πλαίσιο της ομάδας. Καλλιεργώντας το ομαδο-συνεργατικό μοτίβο διδασκαλίας παράλληλα με τον σεβασμό, ο εκπαιδευτικός που αναλαμβάνει τη διδασκαλία ή τη μελέτη -ή και τα δύο- υποστηρίζει το κάθε παιδί ανάλογα με τις ανάγκες του. Η τακτική αυτή οδηγεί στην ανάπτυξη του πνεύματος συνεργασίας, δεξιότητα απαραίτητη για τη μετέπειτα κοινωνική ζωή, αλλά και στην ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας, το βασικότερο κλειδί για την κατάκτηση της γνώσης. Τακτικές απομόνωσης, αντίθετα, στο πλαίσιο της Γενικής, αλλά πολύ συχνά και στο πλαίσιο της Ειδικής εκπαίδευσης δεν ενισχύουν ούτε την κριτική ικανότητα, ούτε την αυτοπεποίθηση αλλά ούτε και το συνεργατικό πνεύμα.
Η μελέτη, λοιπόν, δηλαδή το διάβασμα και η διεκπεραίωση των σχολικών υποχρεώσεων εντός των εκπαιδευτικών μονάδων, προσανατολίζεται διεθνώς στις μέρες μας στο ομαδο- συνεργατικό πλαίσιο αγωγής. Το διάβασμα μέσα στην ομάδα, λειτουργώντας συμπληρωματικά προς τη διδασκαλία αποσκοπεί στο να εδραιώσουν τα παιδιά τις γνώσεις και τις δεξιότητες. Εξάκηση και επανάληψη είναι απαραίτητες, προκειμένου να κατακτηθεί η γνώση. Επιπλέον, ωθούνται τα παιδιά να μάθουν να χρησιμοποιούν σωστά και με ασφάλεια τις διάφορες πηγές πληροφόρησης, όπως τα λεξικά, τις εγκυκλοπαίδειες ή το διαδίκτυο. Επίσης, οι μαθητές αναπτύσσουν εξατομικευμένες στρατηγικές μελέτης, δεξιότητες αυτό- οργάνωσης και διαχείρισης χρόνου, εφόδια πολύτιμα για όλες τις πτυχές της ζωής. Τέλος, βοηθιούνται να ανακαλύψουν βαθύτερα τον εαυτό τους, γνωρίζοντας σιγά-σιγά τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους.
Αξίζει, βέβαια, να επισημάνουμε πως έρευνες ψυχολόγων της Εκπαίδευσης (Άλφι Κον, Χάρις Κούπερ, κ.α.) έχουν καταδείξει ότι οι εργασίες μελέτης επιδρούν ποικιλότροπα στην επίδοση του παιδιού στο Δημοτικό, ενώ έχουν ξεκάθαρα θετικά αποτελέσματα στο Γυμνάσιο και πολύ περισσότερο στο Λύκειο. Σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα (στις Σκανδιναβικές χώρες ή στην Αργεντινή για παράδειγμα), προβλέπονται ειδικές ώρες μελέτης, όπου οι μαθητές κάνουν τις εργασίες τους, μέσα στην ομάδα, υπό την επιτήρηση ειδικευμένου δασκάλου υποστήριξης. Είναι φανερή η επίδραση των εκπαιδευτικών στην ανάπτυξη των μαθησιακών ικανοτήτων των παιδιών.
Στην ελληνική πραγματικότητα, αυτό που αποτελεί κανόνα είναι η εμπλοκή του γονιού στη μελέτη των παιδιών όλων των ηλικιών, στο σπίτι. Οι γονείς εμπλέκονται στη διαδικασία αυτή, είτε γιατί πιστεύουν ότι έτσι πρέπει, είτε γιατί θεωρούν πως με αυτό τον τρόπο βοηθούν στην καλύτερη απόδοση του παιδιού, είτε γιατί αντιλαμβάνονται ότι αυτό ζητείται και εκτιμάται θετικά από τους εκπαιδευτικούς. Όποιος και να είναι ο λόγος στην ανάμιξη αυτή ελλοχεύουν κίνδυνοι, που είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν, προκειμένου να προστατευτεί η υγεία και η ποιότητα της σχέσης γονιού-παιδιού.
Ο κυριότερος κίνδυνος είναι η σύγχυση, που συχνά προκαλείται στο παιδί, αν οι διδακτικές τεχνικές που ακολουθεί ο γονιός διαφέρουν από αυτές του δασκάλου. Επίσης, η υπερβολική ανάμιξη του γονιού ή ακόμα και η ανάθεση της μελέτης του παιδιού σε ένα δάσκαλο, που διαρκώς βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του, οδηγούν συχνά στην απαίτηση ολοκλήρωσης των εργασιών από τον ενήλικα, γεγονός που απειλεί την ωρίμανση, την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση του παιδιού, χωρίς μαθησιακές δυσκολίες. Τέλος, ποιος δε θα συμφωνούσε ότι το διάβασμα γίνεται συχνά πεδίο αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, που διαταράσσει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις γονιού-παιδιού και δημιουργεί αρνητικές στάσεις απέναντι στο διάβασμα και στο σχολείο;
Για όλα αυτά, οι γονείς καλό θα ήταν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στο θέμα του διαβάσματος των παιδιών τους, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκονται., ιδιαίτερα στα χρόνια του Δημοτικού, οπότε και μπορούν να «χτίσουν» συμπεριφορές και συνήθειες. Πρώτα και κύρια, πρέπει να αποδεχτούν και οι ίδιοι το συμπέρασμα των επιστημών της Αγωγής, που θέλει το κάθε παιδί διαφορετικό από τα άλλα. Αποδεχόμενοι τη διαπίστωση αυτή, αποφεύγουν την όποια σύγκριση στον τρόπο διαβάσματος, ή στην απόδοσή του με άλλα παιδιά του ίδιου οικογενειακού περιβάλλοντος ή του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου. Επιπλέον, συνειδητοποιούν ότι η μελέτη δεν μπορεί να εκτελείται βάσει συγκεκριμένης «συνταγής».
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες αρχές, που γενικά, καλό είναι να τηρούνται. Πάντα, βέβαια, αφού προσαρμοστούν στην προσωπικότητα και τις δυνατότητες γονιών – παιδιών. Πιο συγκεκριμένα, ένας χώρος καθαρός, άνετος, καλά φωτισμένος, ο οποίος θα χρησιμοποιείται σταθερά για τη μελέτη, βοηθάει πολύ στη δημιουργία θετικής προδιάθεσης για διάβασμα. Επίσης, να βρουν οι γονείς μαζί με τα παιδιά την κατάλληλη ώρα της μέρας που θα αρχίζει η μελέτη, αλλά και να το βοηθήσουν να διαχειρίζεται σωστά το χρόνο που αφιερώνει στο κάθε μάθημα. Αυτό θα οδηγήσει στην αποφυγή της πολύωρης ταλαιπωρίας, η οποία έχει μόνο αρνητικά αποτελέσματα στη μάθηση.
Συνοψίζοντας, οι γονείς που επιθυμούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους να ολοκληρώνουν τα ίδια τις υποχρεώσεις τους και όχι να τις αναλαμβάνουν αυτοί, μπορούν: να προτρέπουν και να επιμένουν τα παιδιά να έχουν πρόγραμμα, οργάνωση και σταθερές συνήθειες στο διάβασμά τους,
- να τα ενθαρρύνουν,
- να συνεργάζονται με τους εκπαιδευτικούς,
- να μην προβαίνουν σε υπερβολικές διορθώσεις, και πάνω από όλα
- να εκτιμούν την ειλικρινή και οργανωμένη προσπάθεια ανεξάρτητα από το αν το αποτέλεσμα είναι ή δεν είναι, πάντα, το επιθυμητό.
Ζητούμενο και σκοπός είναι οι τρεις διαπλεκόμενοι φορείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς να συμπλέουν και με ευνοϊκό άνεμο να «ανοίγουν πανιά» στο συναρπαστικό ταξίδι της γνώσης.