«Έφτασε στο λύκειο και δεν διαβάζει…». Της Ευδοξίας Πούλιου

Οι έφηβοι μαθητές Λυκείου μοιράζουν τη μέρα τους τρέχοντας από το ένα θρανίο στο άλλο. Η εφηβική ηλικία, εκτός των υπολοίπων διακριτικών στοιχείων της, με σημαντικό βαθμό δυσκολίας, εξαιτίας των ψυχοσωματικών αλλαγών που διενεργούνται, είναι επιφορτισμένη και με το κυνήγι των δεξιοτήτων. «Χτίζουν» προσωπικότητα οι έφηβοι και  βάζουν θεμέλια για τη δημιουργία του επαγγελματικού τους προφίλ. Κλείνουν «εισιτήριο» για το ταξίδι στο δικό τους εργασιακό σύμπαν…

Δεν είναι  καθόλου παράξενο, όταν γυρίζουν στο σπίτι, να μην τρέχουν στο γραφείο τους για να ανοίξουν τετράδια και βιβλία, μέσα στην τρελή χαρά. Οι μαθητές, και ιδιαίτερα οι υποψήφιοι για Πανεπιστημιακές σπουδές, είναι από τα πιο σκληρά εργαζόμενα άτομα. Όμως, παρόλο που μεγαλώνουν, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι συνειδητοποιούν απολύτως την αναγκαιότητα του συνεπούς διαβάσματος. Αντίθετα, τείνουν να ολιγωρούν. Το διάβασμα τούς δυσκολεύει, τούς περιορίζει και τούς αγχώνει.

Περιγραφή των περιπτώσεων

Η άρνηση του εφήβου να διαβάσει είναι ένα πρόβλημα που, απασχολεί τους ψυχολόγους, οι οποίοι το μελετούν από τη σκοπιά της ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης του εφήβου και το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στο να είναι ο έφηβος καλά και να νιώθει καλά.

Ωστόσο, το πρόβλημα απασχολεί έντονα και όλη την εκπαιδευτική κοινότητα και τους περισσότερους γονείς, που θα ωφελούνταν σημαντικά από μια πρακτική προσέγγισή του, στην προσπάθεια να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Θα επιχειρήσω, λοιπόν, μια πρακτική προσέγγιση με οδηγό τα 25 χρόνια της φροντιστηριακής εμπειρίας μου.

Το διάβασμα γίνεται πρόβλημα, όταν εμπλέκονται δύο παράγοντες που αλληλοεπηρεάζονται: ο μαθητής και οι γονείς του. Συστηματοποιώντας την παρατήρηση έχουμε:

  • γονείς με υψηλές προσδοκίες για το παιδί τους και έναν έφηβο με υψηλή σχολική επίδοση, αλλά με τεράστιο άγχος ότι δεν θα τα καταφέρει και, τελικά, θα απογοητεύσει τους γονείς του. Αποτέλεσμα: η χαμηλή του αυτοεκτίμηση μειώνει δραματικά τη διάθεση, την ποιότητα και τον χρόνο του διαβάσματός του.
  • γονείς με υψηλές προσδοκίες και έναν έφηβο με μέτρια ή χαμηλή σχολική επίδοση, που του τονίζουν σταθερά την πίστη τους στις δυνατότητές του. Ο ίδιος, όμως, αγχώνεται και παραιτείται με την πρώτη δυσκολία. Κρίνει, πως η μέτρια ή χαμηλή του επίδοση, προεξοφλεί την αποτυχία του. Άρα, γιατί να προσπαθήσει…
  • γονείς με χαμηλές προσδοκίες, που δεν πιστεύουν στο έφηβο παιδί τους. Συνήθως, το παιδί αυτό έχει μια μέτρια σχολική επίδοση, Αυτή σε συνδυασμό με την απαξίωση που νιώθει ότι εισπράττει από τους γονείς του, καταλήγει στη χαμηλή αυτοεκτίμηση και στην πίστη ότι το διάβασμα είναι «τζάμπα» κόπος.

Τρόποι αντιμετώπισης

Στο εύλογο ερώτημα «πώς βοηθιέται ο έφηβος να αναπτύξει μια ισορροπημένη και υγιή στάση απέναντι στο διάβασμα», η απάντηση βρίσκεται στην ποιότητα της επικοινωνίας. Αρχικά, οφείλουμε ως γονείς, να ελέγξουμε τις προσδοκίες μας, αναγνωρίζοντας  τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του παιδιού μας. Για να βοηθήσουμε πρέπει να είμαστε ενεργητικοί ακροατές! Να ακούμε το παιδί μας, τα «θέλω» του, τις ανησυχίες του, τα άγχη του. Για να ακούσει ένα παιδί, πρέπει πρώτα να ακουστεί!

Έπειτα, καλούμαστε  να δώσουμε τα σωστά κίνητρα: «Διάβασε για να μάθεις!», όχι για να πάρεις καλούς βαθμούς. Δεν είναι όλοι οι βαθμοί καθοριστικοί για τη συνολική σχολική επιτυχία. Κάποιοι χαμηλοί βαθμοί δεν καθορίζουν την επιτυχία ενός στόχου.

Σημαντική, επίσης, είναι η σωστή καθοδήγηση στο διάβασμα. Τα περισσότερα παιδιά, εξαιτίας των πολλών υποχρεώσεών τους έχουν την αίσθηση ότι δεν προλαβαίνουν. Προσφέρουμε ουσιαστική βοήθεια, καταστρώνοντας μαζί τους ένα ατομικό πρόγραμμα καθημερινής μελέτης με βάση τις υποχρεώσεις σε σχολείο, φροντιστήριο και λοιπές δραστηριότητες. Σπουδαίο μήνυμα αποτελεί ότι το διάβασμα είναι καθημερινή συνήθεια, έχει αρχή και τέλος και μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο «βγαίνει» συγκεκριμένη ύλη, που ορίζεται και ως στόχος. Επίσης, είναι σοφό να ξεκινάει κανείς το διάβασμα από τα πιο δύσκολα, ώστε, όταν, αργότερα, έρθει η κούραση, να υπολείπονται ευκολότερα έργα.

Βέβαια, είναι πιθανό ακόμα κι αν έχουμε βοηθήσει τον έφηβο να διαχειριστεί τον χρόνο του σωστά, ο ίδιος να μην μπορεί να συγκεντρωθεί στο διάβασμα. Να κάθεται με τις ώρες μπροστά στο βιβλίο και να μην είναι  παραγωγικός. Η έλλειψη συγκέντρωσης, η παθητικότητα και η αδιαφορία για τα μαθήματα οφείλονται είτε  στην ορμονική αναστάτωση της εφηβείας είτε σε εξωτερικούς περισπασμούς. Τον συμβουλεύσουμε, αν δεν μπορεί να συγκεντρωθεί  στο σπίτι, να αναζητήσει τον χώρο μιας βιβλιοθήκης ή να εκμεταλλευτεί τις ώρες μελέτης στο αναγνωστήριο του φροντιστηρίου του, να κάνει συχνά διαλείμματα και, σίγουρα, να κλείσει το κινητό ή τον υπολογιστή, ώστε να μην τον απασχολούν τα κοινωνικά δίκτυα…

Τέλος, εξαιρετικός αρωγός είναι η σωματική δραστηριότητα. Στην εφηβεία η ενεργητικότητα  αυξάνεται. Όμως, αντιστρόφως ανάλογα αυξάνεται και το διάβασμα που θέλει τους εφήβους καθηλωμένους σε ένα γραφείο. Η συσσωρευμένη ενέργεια είναι εχθρός της συγκέντρωσης. Αν οι έφηβοι γυμνάζονται τακτικά με το είδος της γυμναστικής που τους αρέσει, διατηρούν ακμαία τη συγκέντρωση και  τη διάθεση για διάβασμα.

Γενικά, δεν υπάρχουν εγχειρίδια ακριβών οδηγιών επίλυσης των προβλημάτων της εφηβείας. Η ψυχραιμία, ο περιορισμός των προστριβών, η αποφυγή των συγκρίσεων με άλλους, η ενθάρρυνση της συναναστροφής με ενηλίκους που μπορούν να επηρεάσουν θετικά τον έφηβο, (ένας αγαπημένος καθηγητής ή προπονητής), ο περιορισμός της κριτικής αλλά και του πανικού και της απογοήτευσης αποτελούν απλές αρχές, που κάνουν καθημερινά θαύματα. Οι έφηβοι είναι εκκολαπτόμενοι ενήλικες. Έχουν την εξωτερική εμφάνιση ενός ενηλίκου και το θυμικό ενός παιδιού. Η θετική σκέψη, η υπομονή  και η αγάπη αρκούν για να ξεπερνιούνται να εμπόδια και να επιτυγχάνονται οι στόχοι!

Φιλόλογος, MSc στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση – Διευθύντρια Σπουδών του «περί αγωγής»

Scroll to Top